- τριηραρχώ
- τριηραρχῶ, -έω, ΝΑ [τριηράρχης](στην αρχ. Αθήνα) εξοπλίζω τριήρη, είμαι τριήραρχοςαρχ.1. είμαι κυβερνήτης τριήρους («ἀνδρὸς δοκίμου καὶ τότε τριηραρχέοντος», Ηρόδ.)2. (κατά την λατρεία τής Ίσιδος) εξοπλίζω ιερό πλοίο.
Dictionary of Greek. 2013.